-
1 κόμη
κόμ-η, ἡ,A hair of the head, Il.22.406, etc.: less freq. in pl.,κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας Od.6.231
; κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι (i.e. κόμαις Χαρίτων) Il.17.51; κόμην κείρειν, κείρεσθαι (v. κείρω) ; κόμην τρέφειν to let the hair grow long, Hdt.1.82;κ. φορεῖν PGnom. 188
(ii A.D.); ;καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας E.Ba. 695
; κόμαι πρόσθετοι false hair, wig, X.Cyr.1.3.2, etc.; δοῦλος ὢν κόμην ἔχεις; Ar.Av. 911; κόμης ἀνάπλεως unkempt, Plu.Cic.30.II metaph., foliage of trees, Od.23.195, Cratin.296, etc.;δόνακος App.BC4.28
; of herbs, Dsc.4.164.7, Gal.6.268; of corn,ληΐου κ. Babr.88.3
;λειμώνων κόμαι IG14.1389i
i 11; esp. = τραγοπώγων, Thphr.HP7.7.1, Dsc.2.143. -
2 ὁμοῖος
ὁμοῖος, im Atticismus auch ὅμοιος, auch 2 Endgn, ep. auch ὁμοίϊος, ον; 1) ähnlich, von gleicher Art (vgl. ποῖος); τινί, τῷ δ' οὔπω τις ὁμοῖος ἐπιχϑόνιος γένετ' ἀνὴρ κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας, Il. 2, 553, οὐ γάρ οἵ τις ὁμοῖος ἐπισπέσϑαι ποσὶν ἦεν, 14, 521; ϑείειν δ' ἀνέμοισιν ὁμοῖοι, 10, 437, u. so öfter mit dem inf. der Handlung, in welcher sich die Gleichheit, bes. der Kraft zeigt; – ἐν πολέμῳ, Il. 12, 270; – c. accus., δέμας ἀϑανάτοισιν ὁμοῖος, an Körper ähnlich, Od. 3, 468. 8, 14; gleich an Kraft, gewachsen, ἔνϑ' οὔτις μοι ὁμοῖος ἀνὴρ γένετο, Il. 23, 632; Her. 9, 96; auch gleich an Gesinnung, einträchtig. Hes. O. 184. – Sprichwörtlich ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει ϑεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον, wie wir sagen »gleich und gleich gesellt sich gern«, Od. 17, 218; Plat. ὡς ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει, Conv. 195 b; ὅμοια μορφῇ γλῶσσά σου γηρύεται, Aesch. Prom. 78; öfter ὅμοια adverbial, auf gleiche Weise, ὅμοια χέρσον καὶ ϑάλασσαν ἐκπερῶν, Eum. 231; so oft Her., τὸ ἄριστον ὁμοῖα τῷ δείπνῳ παρασκευάζειν, 7, 120, ὁμοῖα τοῖσι πλουσιωτάτοις, 3, 57, vgl. 3, 8; von den Att. nur Thuc., χρημάτων δυνάμει ὄντες ὅμοια τοῖς πλουσιωτάτοις, gleich den Reichsten, 1, 25. 7, 29. – Σὺ δ' αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν ϑέλεις, ὅμοιον, das gilt gleich, gleich viel, Aesch. Ag. 1376; dgl. Alexis bei Ath. X, 431 a; δόξεις ὁμοῖος τοῖς κακοῖς πεφυκέναι, Soph. Phil. 1358; γένοιο πατρὸς εὐτυχέστερος, τὰ δ' ἄλλ' ὁμοῖος, Ai. 548; ἦ πάνϑ' ὁμοῖα πᾶς ἀνὴρ αὑτῷ πονεῖ, 1345, was ihm selbst ähnlich ist, mit seinem Wesen übereinstimmt; ὁμοῖον ἡμῖν ἔσται, es wird uns gleich sein, gleich gelten, Her. 8, 80, gleichgültig sein; vgl. Thuc. 2, 49; πυνϑανόμενοι ταῦτα οὐκ ἐν ὁμοίῳ ἐποιεῦντο, Her. 7, 138; ὃς τά τε ἱρὰ καὶ τὰ ἴδια ἐν ὁμοίῳ ἐποιέετο, 8, 109; τοῖσι ἔπεσι τὰ ἔργα παρέχεσϑαι ὁμοῖα, die That den Worten entsprechen lassen, 3, 157, vgl. 8, 107; τὸ ὁμοῖον ἀνταποδιδόναι, Gleiches mit Gleichem vergelten, 1, 18; τὴν ὁμοίαν διδόναι, ἀποδιδόναι τινί, wo man δίκην oder μοῖραν ergänzt, 4, 119. 6, 21. 62. – Auch = derselbe, die genaueste Uebereinstimmung ausdrückend, καί τοι χρὼς οὐκέϑ' ὁμοῖος, dem voranstehenden ἀλλοῖος entgegengesetzt, Od. 16, 182; ἄμφω γὰρ πέπρωται ὁμοίην γαῖαν ἐρεῦσαι, Il. 18, 329; Plat. vrbdt ἓν καὶ ὅμοιον, eines und dasselbe, Gleichartiges, Phaedr. 271 a; – ὅμοιός τι, ähnlich in Etwas, Xen. Cyr. 6, 1, 37 und Folgde. – Als eine Kürze des Ausdrucks sind Wendungen zu betrachten wie κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι, den Chariten ähnliche Haare, für κόμαι ταῖς τῶν Χαρίτων κόμαις ὁμοῖαι, Il. 17, 51; Xen. Cyr. 6, 1, 50 ἐπειρᾶτο συντελεῖν αὐτῷ ἅρματα ὅμοια ἐκείνῳ, für τοῖς ἐκείνου, wie 5, 1, 4 ὁμοίαν ταῖς δούλαις εἶχε τὴν ἐσϑῆτα, ein eben solches Kleid, wie die Sklavinnen hatten; ἀνιέναι εἰς τὰς ὁμοίας, s. λαβή. – Selten steht der gen. dabei, ἡ πορεία ὁμοία φυγῆς ἐγίγνετο, Xen. An. 4, 1, 17; vgl. 3, 37; Theocr. 2, 88; Plut. Coriol. 32 Phoc. 38. – Auch wie im Lat. atque mit καί, z. B. γνώμῃσι ἐχρέοντο ὁμοίῃσι καὶ σύ, Her. 7, 50, 2, vgl. 4, 109; Plat. ἄλλῳ ἀνϑρώπῳ ἆρ' ὅμοιον καὶ σοὶ φαίνεται ὁτιοῦν, Theaet. 154 a, eben so wie dir; ὅμοιος Σόλων νομοϑέτης καὶ Τιμοκράτης, Dem. 24, 106. – Wenn ein Participium dabei steht, heißt es nicht bloß ὅμοιοί ἐσμεν οὐκ ὀρϑῶς ὡμολογηκόσι, Plat. Men. 97 a, sondern auch mit einer gewissen Attraktion ὅμοιοι ἦσαν ϑαυμάζοντες, Xen. An. 3, 5, 13, d. i. sie schienen sich zu wundern. – 2) In Beziehung auf den Besitz, gleichmäßig angehörend, gemeinschaftlich, in welcher Bedeutung Hom. vorzugsweise ὁμοίϊος braucht, was denn von den Gramm. sogar als ein anderes Wort, zusammengesetzt aus ὁμοῦἰέναι oder ἰός angesehen worden ist, νεῖκος ὁμοίϊον, an dem beide Parteien gleichen Antheil nehmen, Il. 4, 444, πόλεμος, Kampf, in den beide Heere gleichmäßig verwickelt sind, Il. oft. – Daher auch = allen gleichmäßig angehörend, allgem ein; γῆρας ὁμοίϊον, das allen Menschen gemeinsame, allen gleichmäßig bevorstehende Alter, Il. 4, 315 H. h. Ven. 425; ϑάνατος, Od. 3, 236; ὁμοίη μοῖρα, Il. 18, 120; ὁμοῖος πότμος, Pind. N. 10, 57. – 3) bei den Lacedämoniern und in anderen aristokratischen und oligarchischen Verfassungen heißen ὅμοιοι die Bürger, welche gleiches Anrecht auf alle obrigkeitlichen Aemter, gleichen Antheil an der Staatsverwaltung haben und die öffentliche Erziehung genießen; Xen. Hell. 3, 3, 5 An. 4, 6, 14 Lacon. 10, 7; vgl. Arist. pol. 5, 7, 3 ff. u. ὁμότιμος. S. auch Dem. 20, 107: μετὰ τῶν ὁμοίων κύριον γίγνεσϑαι τῆς πολιτείας. – Außer dem schon angeführten adverbialisch gebrauchten ὅμοιον, ὅμοια, ist noch ἐν τῷ ὁμοίῳ zu merken; im eigtl. Sinne, auf gleichem Orte, wie Xen. ἐπειδὰν ἴδωσιν ἡμᾶς ἐν τῷ ὁμοίῳ ἐπὶ τῶν ἄκρων, An. 4, 6, 18; überte., ἐν τῷ ὁμοίῳ καϑειστήκει τό τε πλέον καὶ ἔλασσον ποτόν, Synes. – Adv. ὁμοίως, auf gleiche Weise; τάφος δ' ἱκέτας δέδεκται φυγάδας ϑ' ὁμοίως, Aesch. Ch. 333; ἐπίσταμαι λέγειν ὅπου δεῖ σιγᾶν ϑ' ὁμοίως, Eum. 268; ἐμοί ϑ' ὁμοίως καὶ ϑεοῖς εἴη φίλος, Soph. Phil. 390; ϑανὼν καὶ ζῶν ὁμοίως ἐξ ἐμοῦ τιμήσεται, Ant. 210; οὐ τὰ μέν, τὰ δ' οὔ, ἀλλὰ πάντα ὁμοίως, Her. 1, 139; ὁμοί. ως σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα ἐπεξιών, 1, 5; auch wie ὅμως gebraucht, οἱ μὲν δὴ πιεζόμενοι ὁμοίως τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον, auf gleiche Weise, wie sonst, dennoch thaten sie das Befohlene, 7, 120; Dem. 18, 39 in Philipps Brief, τὴν εἰρήνην συνϑέμενοι καὶ ὁμοίως ἀντιπαρεξάγοντες, gleichwohl; κἂν ἀδίκως τις αὐτὰ πορίζηται ὁμοίως. –, Plat. Men. 78 d; ὁμοίως μὲν τέκτων, ὁμοίως δὲ χαλκεύς, Prot. 319 d; εἰς τὸ ὁμοίως εἶναι τήν τε ψυχὴν ἡμῶν καὶ τὴν οὐσίαν, Phaed. 77 a, vgl. Phil. 13 b; auch ὁμοίως σοί, wie du, Theaet. 169 a; ὁμοίως δίκαιον ἀδίκῳ βλάψαι, Rep. II, 364 c; πάντες ὁμοίως, Xen. An. 1, 3, 12 Cyr. 8, 2, 20.
-
3 ομοιος
1) похожий, сходный, подобныйθείειν ἀνέμοισιν ὁμοῖοι Hom. — (кони), на бегу подобные ветрам;
ὅ ὅ. τῷ ὁμοίῳ φίλος погов. Plat. — свой своему (поневоле) брат;κόμαι Χαρίτεσσιν (= ταῖς τῶν Χαρίτων κόμαις) ὁμοῖαι Hom. — кудри как у Харит;δέμας ἀθανάτοισιν ὁ. Hom. — осанкой подобный бессмертным;ὅμοιοι ἦσαν θαυμάζειν Xen. — они как будто удивлялись2) равный, одинаковый, один и тот же, такой жеὁμοῖον ἡμῖν ἔσται Her. — для нас (это) будет безразлично;
τὸ ὁμοῖον ἀνταποδιδόναι Her. — оказать услугу за услугу;τέν ὁμοίην (sc. χάριν или δίκην) (ἀπο)διδόναι Her. — отплатить тем же;ταῦτα ὅ. εἶ οἷόσπερ καὴ τἄλλα Xen. — в этом ты такой же, как и во всем прочем;ἐκ τοῦ ὁμοίου, ἐκ τῶν ὁμοίων и ἐν τῷ ὁμοίῳ Thuc. etc. — таким же образом, так же точно, в равном положении или безразлично;ἕν καὴ ὅμοιον Plat. — одно и то же;ὅ. καὴ ἴσος Her. — совершенно равный;см. тж. ὅμοιοι3) взаимный(νεῖκος Hom.)
4) являющийся уделом всех, всеобщий(πόλεμος, θάνατος, γῆρας Hom.)
5) все тот же, неизменный(ἀεὴ ὅ. εἶ Plat.)
6) подходящий, соответствующий, пригодныйἦ πάνθ΄ ὅμοια πᾶς ἀνέρ αὑτῷ πονεῖ Soph. — всякий делает все то, что ему нравится;
τοῖσι ἔπεοι τὰ ἔργα παρέχεσθαι ὁμοῖα Her. — (вавилоняне увидели, что) дела (Зопира) соответствуют (его) словам - см. тж. ὅμοιον -
4 ἕ
1 ἕ; acc. pers. pron.: him, her, itκλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος· αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν, ἃν Θέμις λέλογχεν O. 9.14
τυφλὸν δ ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν codd.: ἐὰν Σγρ: “on peut garder l' ἑὰν des manuscrits,” Des Places, 25) N. 7.252 οἱ (οἷ cod. unus, Boeckh, οἱ cett. N. 1.61: οἷ coni. Boeckh, οἱ codd. P. 9.84: οἷ coni. Kayser, θεῷ codd. N. 10.31: οἱ ( ϝοι) always follows a vowel, long or short, save in two dubious examples, following a relative conjunction, O. 1.57, fr. 169, 51: οἱ is correptedοἱ οὐδὲ N. 3.39
,οἱ ἀντάυσε P. 4.197
: the reference of οἱ must always be deduced from sense alone, but cf. iii: οἱ does not follow prepositions.)a = αὐτῷ, αὐτᾷ. — [( ἄταν), ἅν οἱ πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (Hermann, v. d. Mühll, M. H., 1954, 52: τάν οἱ codd. contra metr.: ἅν τοι Fennel) O. 1.57] τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι λτ;οἱγτ; πάλιν μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος (Tricl.: οἱ προῆκαν codd.: to Tantalos) O. 1.65 τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω (for Hagesias) O. 6.20 ἔνθα οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας (to lamos) O. 6.65 ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα. δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν (to Diagoras) O. 7.89 ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι (to Opous. “datif d'intérêt” Des Pl.) O. 9.67 δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν (from Xenophon) O. 13.29κνώσσοντί οἱ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν O. 13.71
ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (to Ixion: “datif d'intérêt.” Des Pl.) P. 2.42 “ ἐπί οἱ Κρονίων ἔκλαγξε βροντάν” (in answer for Euphamos) P. 4.23, cf. P. 4.197 ἦλθε δέ οἱ μάντευμα (to Pelias) P. 4.73 καί ῥά οἱ Μόψος ἄμβασε στρατὸν (at Jason's bidding) P. 4.189 ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε (in answer to Jason's prayer) P. 4.197 εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. καιρὸν Δαμόφιλος) θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ (“οἱ se rapporte à καιρός — plutôt qu'à Damophile” Des Pl.) P. 4.287 ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν; (upon Cyrene) P. 9.36 “ ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται” (to Cyrene) P. 9.56 τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα (with Amphitryon: οἷ Boeckh, “sans doute parce que le pronom dépend ἀπὸ κοινοῦ de τέκε et surtout de μιγεῖσα” Des Pl.) P. 9.84 κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (to Persephone) N. 1.14 ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (to Sicily) N. 1.16 παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν” (for Amphitryon: “éthique” Des Pl.) N. 1.58ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.39
φύτευέ οἱ θάνατον (for Peleus) N. 4.59 κατένευσέν τέ οἱ (to Peleus) N. 5.34, cf. N. 1.14 Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ (to Polydeukes) N. 10.79 τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς (Morel: οἱ τέκε codd.: to Herakles) I. 4.64, cf. P. 2.42 λάμβανέ οἱ στέφανον (for Pytheas: “datif d'intérêt” Des Pl.) I. 5.62 εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ( σύν adverbially) I. 6.12, cf. N. 4.59ταῦτ' ἄρα οἱ φαμένῳ πέμψεν θεὸς αἰετόν I. 6.49
ἵνα οἱ κέχυται πιεῖν νε[ Pae. 15.8
Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν[ (for Perseus) Δ. 4. 37.b where οἱ has to some extent possessive significance.λάμπει δέ οἱ κλέος O. 1.23
Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος ἀρήιον (the family of Oidipous) O. 2.42σάφα δαεὶς ἅ τέ οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91
ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.15
μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (Boeckh: τοι codd.) O. 10.87μηνός τέ οἱ τωὐτοῦ τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.37
διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ O. 13.91
κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας (join ἐπὶ with κρατί) P. 1.7οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83
καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63
“ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις” P. 4. 37. “ αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρον” P. 4.48αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος P. 4.264
θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν P. 5.117
πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο P. 9.82
χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον P. 9.109
εἶπε δ' ἐν μέσσοις (sc. Ἀνταῖος) ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις ( ἀμφί adverbially) P. 9.120 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν (“éthique-possessif” Des Pl.) N. 3.57 cf. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1.ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (where οἱ may refer to Homer or Odysseus) N. 7.22ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας N. 7.40
Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενὶ σιγᾷ οἱ στόμα N. 10.29
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57
c where οἱ in a subordinate clause refersa to the subject of the principal verb.ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65
δεῖξεν ὥς τ' ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο, ὥς τέ οἱ αὐτὰ ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν O. 13.76
ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ (sc. τὸν Ἰάσονα) κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (sc. Αἰήτας. but v. πράσσω) P. 4.243II to some other person. πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν, Κλεόδαμον ὄφῤ ἰδοῖσ, υἱὸν εἴπῃς ὅτι οἱ νέαν ἐστεφάνωσε χαίταν (“οἱ intellege πατρί,” Schroeder) O. 14.22 cf. P. 9.120d fragg. ]το οἱ ἔτει θανατο[ Pae. 22.10
]άδις, οὕς οἱ[ (Π: οὔ σ' οἱ vix hic aptum, nott. Snell) fr. 169. 51.e dub. [ τί οἱ codd.: τῷ Mingarelli N. 10.15]3 ἱν (= ϝιν, on analogy of τίν, cf. Hes., fr. 245 M-W.) “ οὐδ' ἀπίθησέ ἱν” (coni. Hermann: νιν codd., Σ: “parmi les solutions —, il en est une —: c'est d' admettre que νιν a pu avoir la valeur d'un datif” Des Pl.) P. 4.36 [ἱν coni. Hermann: νιν codd. N. 1.66] [ εἰ γάρ σύ ἱν (coni. Maas: cf. Schadewaldt, 322̆{1}: σφιν codd.: σφισιν Tricl.) N. 7.98] -
5 καλλίων
καλλίων, κάλλιστος (καλλίονα, -ίονες; -ιον nom., acc.: superl. κάλλιστος, -ον; -α, -ᾳ, -αν, -α, -αις; -ον acc., -α acc.)a comp., lovelierμέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου P. 11.57
τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; fr. 89a. 1. εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν, τελευταί τε καλλίονες pr. fr. 108a. 4. n. s. pro adv., better, more successfully,παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ ἀντιπάλων N. 11.26
c. gen.,σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12
b superl., fairest, finestμνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15
ἀκρωτήριον Ἄλιδος κάλλιστον ἕδνον Ἱπποδαμείας O. 9.10
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν P. 4.123
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187
κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον P. 7.1
καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει P. 9.69
φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων P. 12.1
θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.9
Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23
Ἥβα καλλίστα θεῶν N. 10.18
κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων I. 4.58
τὰν ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.64
καλλίσταις ἀοιδαῖς fr. 121. 2. pro subs.κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
-
6 κάλλιστος
καλλίων, κάλλιστος (καλλίονα, -ίονες; -ιον nom., acc.: superl. κάλλιστος, -ον; -α, -ᾳ, -αν, -α, -αις; -ον acc., -α acc.)a comp., lovelierμέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου P. 11.57
τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; fr. 89a. 1. εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν, τελευταί τε καλλίονες pr. fr. 108a. 4. n. s. pro adv., better, more successfully,παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ ἀντιπάλων N. 11.26
c. gen.,σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12
b superl., fairest, finestμνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15
ἀκρωτήριον Ἄλιδος κάλλιστον ἕδνον Ἱπποδαμείας O. 9.10
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν P. 4.123
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187
κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον P. 7.1
καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει P. 9.69
φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων P. 12.1
θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.9
Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23
Ἥβα καλλίστα θεῶν N. 10.18
κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων I. 4.58
τὰν ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.64
καλλίσταις ἀοιδαῖς fr. 121. 2. pro subs.κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский